- τότε
- 1) alors2) ensuite
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τοτέ — at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότε — at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά … Dictionary of Greek
τοτέ — Α επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές, άλλοτε μεν άλλοτε δε («ἡ vῡv τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τότε με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
τότε(ς) — επίρρ. χρον. 1. εκείνη τη στιγμή, σ΄ εκείνη την περίσταση: Σηκώθηκε τότε και είπε. 2. σ΄ αυτή την περίπτωση, λοιπόν: Αν είναι έτσι, τότε να φύγω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. — τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοθ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοτ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τό τ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τό τε — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)